- ἐννοηματικόν
- ἐννοηματικόςnotionalmasc acc sgἐννοηματικόςnotionalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιέρχομαι — Α [διέρχομαι] μτφ. συμβαδίζω («τὰ συμβεβηκότα ἰδίως αὐτῷ συνδιέρχεσθαι τὸν ἐννοηματικόν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ДИОНИСИЙ ФОТИНОС — [Пелопоннесский, Ватах; греч. Ϫιονύσιος Θωτεινός, Πελοποννήσιος, Βατάχος] (1777, Патры 10.12.1821, Бухарест), греч. мелург, историк, писатель. Отец Д. Ф., Афанасий, брат митр. Деркийского Григория, происходил из Незеры на Пелопоннесе, в К поле… … Православная энциклопедия